- διατορνεύω
- διατορνεύω (Α) [τορνεύω]επεξεργάζομαι με τόρνο, φτιάχνω κάτι στρογγυλό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διατορνεύει — διατορνεύω round off pres ind mp 2nd sg διατορνεύω round off pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατορνεύοντες — διατορνεύω round off pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατορνεύσαντες — διατορνεύω round off aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)